- εκτυμπάνωσις
- ἐκτυμπάνωσις, η (Α)τυμπανοειδής εξόγκωση («πίνουσιν ἐως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτυμπανώσεως — ἐκτυμπανώσεω̆ς , ἐκτυμπάνωσις swelling out like a drum fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)